- ξέσκουρα
- επίρρ. чуть задев, слегка касаясь;
η σφαίρα τον βρήκε ξέσκουρα — пуля чуть задела его
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
η σφαίρα τον βρήκε ξέσκουρα — пуля чуть задела его
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξέσκουρα — επίρρ. 1. επιπόλαια, ξώφαλτσα, ξώδερμα, ξώπετσα («η σφαίρα τόν πήρε ξέσκουρα») 2. με επιπολαιότητα, ελαφρά, χωρίς σοβαρότητα («μην τό παίρνεις ξέσκουρα, να τό φροντίσεις») … Dictionary of Greek
ξέσκουρα — επίρρ. τοπ., ξώπετσα, πάνω πάνω: Τον βρήκε η σφαίρα ξέσκουρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
(ε)ξώδερμα — επίρρ. τοπ., στην επιφάνεια του δέρματος, ξώπετσα, όχι βαθιά, επιπόλαια: Τον πήρε το βόλι ξώδερμα. ξώδερμα επίρρ. τοπ., ξυστά, ξώπετσα, ξώφαλτσα, ξέσκουρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
(ε)ξώπετσα — επίρρ. τοπ., εξώδερμα (βλ. λ.). ξώπετσα επίρρ. τοπ., ξυστά, ξώφαλτσα, ξώδερμα, ξέσκουρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυστά — επίρρ. τοπ., από πολύ κοντά, ξώπετσα, ξώδερμα, ξέσκουρα, ξώφαλτσα: Η σφαίρα πέρασε ξυστά από το κεφάλι μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξώφαρσα — και ξώφαλτσα επίρρ. τοπ., ξώπετσα, ξυστά, ξώδερμα, ξέσκουρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)